- εὐσημείωτον
- εὐσημ-είωτον,A bene clavatum, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευσημείωτος — εὐσημείωτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που μετριέται, που υπολογίζεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσημείωτον η ευκολία στην καταμέτρηση … Dictionary of Greek